Magánterület στα ελληνικά
Μετάφραση: magánterület, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, Ιδιωτικός χώρος, ιδιωτικό χώρο, Ιδιωτική περιοχή, για ιδιωτικούς, ιδιωτικό τμήμα
Μεταφράσεις
- magánhangzói στα ελληνικά - φωνητικός, φωνητικά, φωνητικές, φωνητικών, φωνητική
- magánjáró στα ελληνικά - αυτοκίνητος, με, με το, με την, με τις, με τα
- magányosság στα ελληνικά - μοναξιά, μοναξιάς, τη μοναξιά, η μοναξιά, της μοναξιάς
- magánélet στα ελληνικά - μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
Τυχαίες λέξεις
Magánterület στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, Ιδιωτικός χώρος, ιδιωτικό χώρο, Ιδιωτική περιοχή, για ιδιωτικούς, ιδιωτικό τμήμα
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, ιδιαίτερος, φαντάρος, Ιδιωτικός χώρος, ιδιωτικό χώρο, Ιδιωτική περιοχή, για ιδιωτικούς, ιδιωτικό τμήμα