Ιδιωτικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
privát, különjárat, egyéni, magánterület, magán, saját, magán-, magánszféra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός
ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιδιωτικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιδιοτέλεια στα ουγγρικά - önzés, az önzés, önzést, önzőség, az önzést
- ιδιοτελής στα ουγγρικά - önös, önző, önérdekű, önző érdekből, önző érdekből történő, saját érdekeit
- ιδιόμορφος στα ουγγρικά - egyes, sajátságos, különös, sajátos, különleges, jellemző
- ιδιότητα στα ουγγρικά - tulajdonság, ingatlan, tulajdon, tulajdonjogok, ingatlanok
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: privát, különjárat, egyéni, magánterület, magán, saját, magán-, magánszféra
Μεταφράσεις: privát, különjárat, egyéni, magánterület, magán, saját, magán-, magánszféra