Megmunkált στα ελληνικά

Μετάφραση: megmunkált, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτομερής, περίτεχνος, προσεγμένος, επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, σε επεξεργασία, επεξεργασίας
Megmunkált στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • megmozdíthatatlan στα ελληνικά - ακίνητος, ακίνητο, ακίνητα, ακίνητη, ακίνητοι
  • megmunkálatlan στα ελληνικά - σκληρός, πρόχειρος, τραχύς, ακατέργαστα, ακατέργαστες, ανεπεξέργαστα, ακατέργαστοι
  • megmunkáló στα ελληνικά - Κατεργασίας, Μηχανουργεία, μηχανικές κατεργασίες, Μηχανική κατεργασία, κατεργασίες
  • megmutató στα ελληνικά - αμφιλεγόμενος, ερειστικός, θα δείξουμε, θα αποδείξουμε, θα δείξουμε στη, θα σας δείξουμε, θα δίνουμε
Τυχαίες λέξεις
Megmunkált στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτομερής, περίτεχνος, προσεγμένος, επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, σε επεξεργασία, επεξεργασίας