Megtestesülés στα ελληνικά
Μετάφραση: megtestesülés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- megtestesítés στα ελληνικά - πραγματοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, υλοποίησή, επελεύσεως
- megtestesült στα ελληνικά - ενσαρκώνω, ενσαρκωμένος, ενσαρκωμένη, ενσαρκωμένο, ενανθρωπήσας
- megtiltás στα ελληνικά - αποκλεισμός, απαγορεύω, απαγόρευση, αποκλείω, προγραφή, προγραφής, παραγραφή, ...
- megtisztítás στα ελληνικά - κάθαρση, εκκαθάρισης, εκκαθάριση, κάθαρσης, σουτ
Τυχαίες λέξεις
Megtestesülés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
Μεταφράσεις: ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση