Munkaköpeny στα ελληνικά
Μετάφραση: munkaköpeny, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, ποδιά, συνολικός, μπλούζα εργασίας, μπλούζες, smock, καρδαμίνης, δημιουργία ποδιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- munkaképtelen στα ελληνικά - αδυνατούν να εργαστούν, ανίκανος προς εργασία, ανίκανα προς εργασία, ανίκανους προς εργασία, θέση να εργαστούν
- munkaképtelenség στα ελληνικά - ανικανότητα, ανικανότητας, ανικανότητος, της ανικανότητας, η ανικανότητα
- munkaközösség στα ελληνικά - ομάδα, κοινοτική εργασία, εργασίες κοινοτικής κλίμακας, εργασίες κοινοτικής κλίμακας με, εργασιακής κοινότητας, κοινοτικές εργασίες και
- munkaléc στα ελληνικά - αφεντικό
Τυχαίες λέξεις
Munkaköpeny στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, ποδιά, συνολικός, μπλούζα εργασίας, μπλούζες, smock, καρδαμίνης, δημιουργία ποδιάς
Μεταφράσεις: γενικός, ποδιά, συνολικός, μπλούζα εργασίας, μπλούζες, smock, καρδαμίνης, δημιουργία ποδιάς