Must στα ελληνικά

Μετάφραση: must, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούστος, πρέπει, πρέπει να, οφείλει, οφείλουν
Must στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • muskéta στα ελληνικά - τουφέκι, μουσκέτο, μουσκέτων, μουσκέτα, των μουσκέτων
  • muskétás στα ελληνικά - μουσκετοφόρος, σωματοφύλακας, Musketeer, Σωματοφύλακα, τους τρεις Σωματοφύλακες
  • mustra στα ελληνικά - συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, συγκεντρώσει, να συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουμε
  • mustár στα ελληνικά - μουστάρδα, μουστάρδας, σιναπιού, τη μουστάρδα, σινάπι
Τυχαίες λέξεις
Must στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούστος, πρέπει, πρέπει να, οφείλει, οφείλουν