Növekmény στα ελληνικά
Μετάφραση: növekmény, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- növedék στα ελληνικά - πρόσφυση, προσαύξηση, αύξηση, αύξησης, προσαύξησης, αυξήσεως
- növekvés στα ελληνικά - επιχειρηματική ανάπτυξη, την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ανάπτυξη των επιχειρήσεων, την επιχειρηματική ανάπτυξη, την ανάπτυξη της επιχείρησής
- növelés στα ελληνικά - αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Τυχαίες λέξεις
Növekmény στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει