Part στα ελληνικά

Μετάφραση: part, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακτή, ακτής, ακτές, ακτών, παράλια
Part στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkalmazottak στα ελληνικά - άνθρωπος, άνθρωποι, κόσμος, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, ...
  • brutális στα ελληνικά - απαίσιος, αποκρουστικός, κτηνώδης, βάναυση, βίαιη, βάναυσο, βάρβαρη
  • körömméreg στα ελληνικά - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
  • megbetegedés στα ελληνικά - επισυνάπτω, συνδέω, ασθένεια, νόσος, νόσου, νόσο, της νόσου
Τυχαίες λέξεις
Part στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακτή, ακτής, ακτές, ακτών, παράλια