Piszkoló στα ελληνικά
Μετάφραση: piszkoló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- desztilláció στα ελληνικά - απόσταξη, απόσταξης, Η απόσταξη, αποστάξεως, τροφοδοτήσεως
- golyva στα ελληνικά - βρογχοκήλη, άλογο, αλόγου, ίππων, αλόγων, των ίππων
- kiadás στα ελληνικά - έξοδα, έκδοση, έκδοσης, γλώσσα, edition
- olvadás στα ελληνικά - ξεπαγώνω, λιώνω, τήξη, απόψυξης, απόψυξη, επανατήξης, αποψύξεως
Τυχαίες λέξεις
Piszkoló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα
Μεταφράσεις: ακατάστατος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα