Rendetlen στα ελληνικά
Μετάφραση: rendetlen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beteg στα ελληνικά - ασθενής, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών
- embléma στα ελληνικά - έμβλημα, εμβλήματος, το έμβλημα, σύμβολο, έμβλημα της
- légörvény στα ελληνικά - κραδασμός, κύρτωμα, καρούμπαλο, δινορεύματα, δινορευμάτων, δίνη ρεύματα, τα δινορεύματα, ...
Τυχαίες λέξεις
Rendetlen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα
Μεταφράσεις: ακατάστατος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα