Saját στα ελληνικά
Μετάφραση: saját, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fölösleges στα ελληνικά - περιττός, περιττή, περιττές, περιττό, περιττά
- hatékony στα ελληνικά - αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
- idomtalanság στα ελληνικά - δυσμορφία, δυσπλασία, παραμορφώσεις, δυσπλασίας, δυσμορφίας
- középgerenda στα ελληνικά - κουμπί, καρφί, ιπποτροφείο, δευτερεύουσας δοκού, Καδρόνι
Τυχαίες λέξεις
Saját στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική