Κατέχω στα ουγγρικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
saját, tart, tartsa, tartsa lenyomva, tartsuk lenyomva, tartani
Κατέχω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κατέχω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα ουγγρικά - felszerelt, ellátott, megrakott, telve, teli, tele, terhes, ...
  • κατάχρηση στα ουγγρικά - ócsárlás, mocskolódás, visszaélés, gyalázkodás, abuse, visszaélések, való visszaélés, ...
  • κατήγορος στα ουγγρικά - ügyész, ügyészi, ügyésznek, ügyészt, ügyészségi
  • κατήφεια στα ουγγρικά - búskomorság, búskomor, melankólia, homály, homályban, homályt, sötétség, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: saját, tart, tartsa, tartsa lenyomva, tartsuk lenyomva, tartani