Sikátor στα ελληνικά

Μετάφραση: sikátor, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνιγηρός, κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, δρομάκι, σοκάκι, αίθουσα, αλέα, alley
Sikátor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • csapfészek στα ελληνικά - απολαβή, υποδοχή, πρίζα, υποδοχής, πρίζας, socket
  • háztartási στα ελληνικά - σπίτι, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο
  • ismeretlen στα ελληνικά - ανώνυμος, άγνωστος, άγνωστο, άγνωστη, άγνωστες, άγνωστα
  • mondattan στα ελληνικά - σύνταξη, συντακτικό, σύνταξης, τη σύνταξη, σύνταξη της
Τυχαίες λέξεις
Sikátor στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνιγηρός, κολλητός, κοντά, αποπνιχτικός, δρομάκι, σοκάκι, αίθουσα, αλέα, alley