Teljesen στα ελληνικά
Μετάφραση: teljesen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, καθαρός, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alapzat στα ελληνικά - βάση στήλης, πλίνθο, πλίνθος, βάθρο, πλίνθου
- dutyi στα ελληνικά - εγκοπή, quad, τετράκλινα, τετραπλού, τετραγώνων, τετραπλής
- hulladék στα ελληνικά - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- kisugárzás στα ελληνικά - εκπομπή, εκπομπών, εκπομπής, των εκπομπών, εκπομπές
Τυχαίες λέξεις
Teljesen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, καθαρός, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Μεταφράσεις: καθαρίζω, καθαρός, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη