Unatkozás στα ελληνικά

Μετάφραση: unatkozás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οκνηρία, βαρεμάρα, ανία, πλήξη, την πλήξη, πλήξης
Unatkozás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • birtokbavétel στα ελληνικά - επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
  • felfúvódás στα ελληνικά - εξάπλωση, διαστολή, φούσκωμα, φουσκώματα, μετεωρισμό, το φούσκωμα, τυμπανισμό
  • halánték στα ελληνικά - εγκόσμιος, κοσμικός, χρονικός, ναός, ναό, ναού, ιερό, ...
  • operatív στα ελληνικά - λειτουργικός, επιχειρησιακό, επιχειρησιακή, επιχειρησιακά, επιχειρησιακών, επιχειρησιακές
Τυχαίες λέξεις
Unatkozás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οκνηρία, βαρεμάρα, ανία, πλήξη, την πλήξη, πλήξης