Βαρεμάρα στα ουγγρικά
Μετάφραση: βαρεμάρα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
unatkozás, unalom, az unalom, unalomba, unalmat, unalomtól
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαρεμάρα
βαρεμάρα στη σχέση, βαρεμάρα συνώνυμα, ανία βαρεμάρα, βαρεμάρα στο γάμο, βαρεμάρα στη δουλειά, βαρεμάρα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βαρεμάρα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βαρελοσανίδα στα ουγγρικά - hordódonga, donga, elhárít, stave, beüt
- βαρελότο στα ουγγρικά - zúzó, ostorvég, hencegés, petárda, dicsekvés, törpebirtokos, csapó, ...
- βαρετός στα ουγγρικά - tompa, untató, talajfúrás, fárasztó, unalmas, fáradságos, a fárasztó
- βαριά στα ουγγρικά - súlyosan, nagyon, erősen, nagymértékben, erőteljesen
Τυχαίες λέξεις
Βαρεμάρα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: unatkozás, unalom, az unalom, unalomba, unalmat, unalomtól
Μεταφράσεις: unatkozás, unalom, az unalom, unalomba, unalmat, unalomtól