Vagyon στα ελληνικά
Μετάφραση: vagyon, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλούτη, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ezentúl στα ελληνικά - πλέον, εφεξής, στο εξής, εξής
- fáradságos στα ελληνικά - σκληροτράχηλος, σκληρός, δύσκολος, δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς, ...
- lóverseny στα ελληνικά - πάσσαλος, ιπποδρομία, ιπποδρομιακού, του ιπποδρομιακού, των ιπποδρομιακών, ιπποδρομικά
- menekült στα ελληνικά - πρόσφυγας, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Τυχαίες λέξεις
Vagyon στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλούτη, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Μεταφράσεις: πλούτη, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο