Visító στα ελληνικά

Μετάφραση: visító, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπεραστικός, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, κραυγάζει, κραυγής, κραυγάζοντας
Visító στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dögunalom στα ελληνικά - σέρνω, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
  • eredetiség στα ελληνικά - πρωτοτυπία, πρωτοτυπίας, την πρωτοτυπία, η πρωτοτυπία, αυθεντικότητα
  • levágás στα ελληνικά - σφαγή, σφαγής, τη σφαγή, θανάτωση
  • lélektelen στα ελληνικά - μη εμπνευσθείς, χωρίς έμπνευση, έμπνευση, uninspired, ανέμπνευστο
Τυχαίες λέξεις
Visító στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, ουρλιάζοντας, ουρλιάζει, κραυγάζει, κραυγής, κραυγάζοντας