Viselés στα ελληνικά

Μετάφραση: viselés, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, στάση, σχέση, κουραστικός, φορώντας, φοράτε, φθορά, φορώντας τα
Viselés στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akasztófakötél στα ελληνικά - καπίστρι, σχοινί, halter, δένουν στο πίσω μέρος, δένουν στο πίσω
  • ifjú στα ελληνικά - νεαρός, παιδί, νεαρό, νεαρού, ο νεαρός
  • kézirattekercs στα ελληνικά - κύλισης, Μετακινηθείτε, Scroll, κύλισης για, κύλιση
  • mozgékonyság στα ελληνικά - κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των
Τυχαίες λέξεις
Viselés στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, στάση, σχέση, κουραστικός, φορώντας, φοράτε, φθορά, φορώντας τα