Акціонер στα ελληνικά
Μετάφραση: акціонер, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцептний στα ελληνικά - αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
- акцептування στα ελληνικά - αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
- акція στα ελληνικά - παρακρατώ, απόθεμα, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
- але στα ελληνικά - αλλά, όμως, ωστόσο, αλλά η, αλλά και
Τυχαίες λέξεις
Акціонер στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Μεταφράσεις: μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων