Аспірація στα ελληνικά
Μετάφραση: аспірація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρόφηση, φιλοδοξία, βλέψη, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Μεταφράσεις
- аспід στα ελληνικά - ασπίδα, asp, Αδρ, Αερ, Αβρ
- аспірант στα ελληνικά - μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακές, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακά
- аспірин στα ελληνικά - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
- астигматичний στα ελληνικά - αστιγματικός, αστιγματική, αστιγματικοί, αστιγματικού, αστιγματικές
Τυχαίες λέξεις
Аспірація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρόφηση, φιλοδοξία, βλέψη, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Μεταφράσεις: απορρόφηση, φιλοδοξία, βλέψη, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία