Атрофія στα ελληνικά

Μετάφραση: атрофія, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
Атрофія στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атропін στα ελληνικά - ατροπίνη, ατροπίνης, η ατροπίνη, την ατροπίνη
  • атрофований στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
  • аудит στα ελληνικά - ελέγχω, έλεγχος, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών, του ελέγχου
  • аудитор στα ελληνικά - ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές
Τυχαίες λέξεις
Атрофія στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία