Бавовна στα ελληνικά
Μετάφραση: бавовна, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κροτώ, χειροκροτώ, βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабуся στα ελληνικά - βαβά, γιαγιά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
- бабуїн στα ελληνικά - κυνοπίθηκος, βαβουίνος, μπαμπουϊνο, βαβουίνο, μπαμπουίνου
- бавовник στα ελληνικά - βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
- бавовну στα ελληνικά - βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Τυχαίες λέξεις
Бавовна στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κροτώ, χειροκροτώ, βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Μεταφράσεις: κροτώ, χειροκροτώ, βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά