Бавовну στα ελληνικά
Μετάφραση: бавовну, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Μεταφράσεις
- бавовна στα ελληνικά - κροτώ, χειροκροτώ, βαμβάκι, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
- бавовник στα ελληνικά - βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
- багаж στα ελληνικά - παγίδα, αγαθά, παγιδεύω, αποσκευές, Χώρος, αποσκευών, τις αποσκευές, ...
- багажний στα ελληνικά - αποσκευές, αποσκευών, των αποσκευών, τις αποσκευές, αποσκευή
Τυχαίες λέξεις
Бавовну στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
Μεταφράσεις: βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά