Βαμβακερό στα ουκρανικά

Μετάφραση: βαμβακερό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полюбити, бавовну, вата, бавовник, покохати, бавовна, хлопок, бавовни
Βαμβακερό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαμβακερό

βαμβακερό νήμα, βαμβακερό ύφασμα, βαμβακερό κορδόνι, βαμβακερό παιδικό χαλί, βαμβακερό χαλί, βαμβακερό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βαμβακερό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βαλτός στα ουκρανικά - найманий, орендований, болото
  • βαμβάκι στα ουκρανικά - вата, полюбити, покохати, бавовну, бавовник, бавовна, хлопок, ...
  • βαμβακερός στα ουκρανικά - полюбити, покохати, вата, бавовник, бавовну, бавовни, бавовняна
  • βανίλια στα ουκρανικά - ванільний, ваніль, ваниль
Τυχαίες λέξεις
Βαμβακερό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: полюбити, бавовну, вата, бавовник, покохати, бавовна, хлопок, бавовни