Βαμβακερός στα ουκρανικά

Μετάφραση: βαμβακερός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полюбити, покохати, вата, бавовник, бавовну, бавовни, бавовняна
Βαμβακερός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαμβακερός

σπάγγος βαμβακερός, αντώνης βαμβακερός, σπάγκος βαμβακερός, βαμβακερός καμβάς, υπνόσακος βαμβακερός, βαμβακερός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βαμβακερός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βαμβάκι στα ουκρανικά - вата, полюбити, покохати, бавовну, бавовник, бавовна, хлопок, ...
  • βαμβακερό στα ουκρανικά - полюбити, бавовну, вата, бавовник, покохати, бавовна, хлопок, ...
  • βανίλια στα ουκρανικά - ванільний, ваніль, ваниль
  • βανδαλισμός στα ουκρανικά - вандалізм, вандализм
Τυχαίες λέξεις
Βαμβακερός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: полюбити, покохати, вата, бавовник, бавовну, бавовни, бавовняна