Батувати στα ελληνικά

Μετάφραση: батувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παζαρεύω, batuvaty
Батувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батоги στα ελληνικά - μαστίγια, Χειροπέδες Μαστίγια, Χτυπάει, κτυπά, μαστιγίων
  • батрак στα ελληνικά - coterell
  • батьки στα ελληνικά - γονείς, τους γονείς, γονέων, οι γονείς, των γονέων
  • батько στα ελληνικά - πατέρας, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα
Τυχαίες λέξεις
Батувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παζαρεύω, batuvaty