Безжальний στα ελληνικά

Μετάφραση: безжальний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληρός, απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απάνθρωπος, αποκρουστικός, απομακρυσμένος, απαίσιος, αδίστακτος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
Безжальний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бездіяльний στα ελληνικά - κενός, παράκαιρος, λιμνάζων, βαρύς, άδειος, μουδιασμένος, παθητικός, ...
  • бездіяльність στα ελληνικά - διαχείμαση, αδράνεια, αδράνειας, η αδράνεια, απραξία, απραξίας
  • безжально στα ελληνικά - απάνθρωπα, ανηλεώς, αδίστακτα, ανελέητα, άσπλαχνα, αμείλικτα
  • безжалісний στα ελληνικά - απομακρυσμένος, απόμακρος, άσπλαχνος, ψυχρός, απόκεντρος, ανελέητος, αδίστακτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Безжальний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληρός, απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απάνθρωπος, αποκρουστικός, απομακρυσμένος, απαίσιος, αδίστακτος, ανηλεής, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη