Λέξη: χοροπηδώ

Συνώνυμα: χοροπηδώ

πηδώ, χορεύω, αναπηδώ, κάνω φασαρία, υπερπηδώ, παραλείπω, σκιρτώ, παιχνιδίζω, κάμνω σωματικήν έρευναν, κάνω σωματική έρευνα, κλέβω, περισκιρτώ

Μεταφράσεις: χοροπηδώ

χοροπηδώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leap, gambol, cavort, romp, frisk, skip

χοροπηδώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brincar, saltar, salto, brinco, retozar, Gambol, cabriole

χοροπηδώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprung, hüpfen, Gambol, Luftsprung

χοροπηδώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gambader, bond, cabriole, franchir, saut, bondir, saillie, caracoler, sauter, gambade, sautiller, gambol, gambadent, folâtrer

χοροπηδώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saltare, salto, balzo, balzare, saltellare, capriola, Gambol

χοροπηδώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
debruçar, pulo, salto, cambalhota, Gambol, cabriole, cabriola

χοροπηδώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
springen, sprong, capriool, dartelen, dartel, gambol, ravotten

χοροπηδώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скачок, покрытие, прыгнуть, пошалить, резвиться, махнуть, прыгать, выпрыгнуть, выскочить, сигать, веселье, прыжок, порезвиться, выпрыгивать, сигануть, скакать

χοροπηδώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sprang, hoppe, hopp, gambol

χοροπηδώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hopp, språng, hoppa, gambol

χοροπηδώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loikata, loikkia, teutaroida, hyppy, harppaus, hypähtää, telmiä, kirmata, hyppäys, loikka, hypellä, kirmailla

χοροπηδώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spring, hop, springe, tumle, boltre, boltre sig

χοροπηδώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skok, přeskočit, vyskočit, poskakovat, skákat, dovádět, dovádění, Gambol, skotačit

χοροπηδώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeskoczyć, podskakiwać, podskok, pląs, sus, skok, skakać, hasać, brykać, baraszkować, dokazywać, harcować

χοροπηδώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rétegeltolódás, meghágás, szökkenés, fedeztetés, szökellés, ugrál, szökdel, ugrándozás

χοροπηδώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atlama, sıçrama, hoplama, zıplamak, gambol, sıçramak

χοροπηδώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нахилений, стрибок

χοροπηδώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hop, lodroj, lodrim

χοροπηδώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подскок, подскачам, рипам

χοροπηδώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скакаць, скачок

χοροπηδώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kargama, hullama, kepslema, hüppama, hüpe, hüplema, kepsutus, Kirmailla, Hypellä, kepsutama

χοροπηδώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skočiti, preskakivati, skakati, odskočiti, skok, skakutanje, skakutati

χοροπηδώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gambol

χοροπηδώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pašokti, žaisti, šuolis, trypinėti, straksėjimas, dūkti, laigyti, Bryknięcie

χοροπηδώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lekt, lēciens, līksmība, lēkāt, jautrība

χοροπηδώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
gambol

χοροπηδώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bisect, salt, săritură, zbenguială, alinta, zburda, se hîrjonesc

χοροπηδώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skákat, skok, gambol

χοροπηδώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skok, vyvádzať, vystrájať, šantiť, zabávať, dovádět
Τυχαίες λέξεις