Бичачий στα ελληνικά

Μετάφραση: бичачий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούλα, ταύρος, bullish, πήχη, ανοδική, ισχυρή, αισιόδοξοι
Бичачий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биття στα ελληνικά - παλμός, χαϊδεύω, καρδιοχτύπι, διασυρμός, εγκεφαλικό, χτύπημα, ήττα, ...
  • бич στα ελληνικά - πληγή, μαστίζω, μάστιγα, μάστιγας, της μάστιγας, τη μάστιγα
  • бичуйте στα ελληνικά - καυτηριάζεται, ψέγει, στηλιτεύει, καυτηριάζεται η
  • благайте στα ελληνικά - θερμοπαρακαλώ, εξορκίζω, εκλιπαρώ, προσεύχομαι, Προσευχήσου, Pray, προσευχηθείτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Бичачий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούλα, ταύρος, bullish, πήχη, ανοδική, ισχυρή, αισιόδοξοι