Бракувати στα ελληνικά
Μετάφραση: бракувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολή, ρίξιμο, επιτελείο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Μεταφράσεις
- браконьєри στα ελληνικά - λαθροθήρες, λαθροκυνηγούς, λαθροκυνηγοί, τους λαθροκυνηγούς, λαθροθήρων
- бракування στα ελληνικά - βαθμολόγηση, απόρριψη, απόρριψης, την απόρριψη, απορρίψεως, η απόρριψη
- брама στα ελληνικά - θύρα, στεφάνι, πύλη, λήμμα, είσοδος, αυλόπορτα, καταχώρηση, ...
- брань στα ελληνικά - Μπράνα, Branagh
Τυχαίες λέξεις
Бракувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολή, ρίξιμο, επιτελείο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Μεταφράσεις: βολή, ρίξιμο, επιτελείο, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων