Επιτελείο στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιτελείο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змінювати, бракувати, кидок, закинути, метнути, співробітники, працівники, співробітників
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτελείο
επιτελείο σταύρου μαλά, επιτελείο σαμαρά, επιτελείο αναστασιάδη, επιτελείο νίκου αναστασιάδη, επιτελείο εθνικής φρουράς, επιτελείο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιτελείο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιτακτικός στα ουκρανικά - глибочінь, імперіалістичний, мандати, обов'язково, сила, енергія, напруженість, ...
- επιταχύνω στα ουκρανικά - прискортеся, прискорити, горобина, прискорювати, швидкість
- επιτηδειότητα στα ουκρανικά - моторність, вправність, спритність, вміння, уміння
- επιτηδευμένος στα ουκρανικά - торкнутий, удаваний, показною, зачеплений, показної, показний, показній
Τυχαίες λέξεις
Επιτελείο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: змінювати, бракувати, кидок, закинути, метнути, співробітники, працівники, співробітників
Μεταφράσεις: змінювати, бракувати, кидок, закинути, метнути, співробітники, працівники, співробітників