Ρίξιμο στα ουκρανικά

Μετάφραση: ρίξιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кидок, метнути, змінювати, закинути, бракувати, кинувши, брусів, покинувши, залишивши, кинув
Ρίξιμο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρίξιμο

ρίξιμο χαρτιών δωρεάν, ρίξιμο καρτών ταρώ, ρίξιμο χαρτιών κατίνας, ρίξιμο χαρτιών με απλή τράπουλα, ρίξιμο χαρτιών online, ρίξιμο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ρίξιμο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ρίγος στα ουκρανικά - простуда, гартувати, холод, застуда, тремтіння, дрож
  • ρίζα στα ουκρανικά - упроваджуватися, шукати, прабатько, предок, коренистий, корінь, коріння
  • ρίχνομαι στα ουκρανικά - силою, галасом, шумом, стикатись, зіштовхуватися, жбурляти, кидати, ...
  • ρίχνω στα ουκρανικά - линяти, звалище, шпурнути, загороди, опускатись, зносити, валити, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρίξιμο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кидок, метнути, змінювати, закинути, бракувати, кинувши, брусів, покинувши, залишивши, кинув