Вагатися στα ελληνικά

Μετάφραση: вагатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάκρυ, σταματώ, ταλαντώνομαι, αβεβαιότητα, σκίζω, σχίζω, αμφιρρέπω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Вагатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вагання στα ελληνικά - αβεβαιότητα, ασταμάτητος, δισταγμός, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
  • вагатись στα ελληνικά - αβεβαιότητα, διστάσετε, αισθανθείτε ελεύθερος, μη διστάσετε, αισθάνονται ελεύθεροι, μπορείτε
  • ваги στα ελληνικά - κλίμακες, κλιμάκων, ζυγαριά, κλίμακα, ζυγαριές
  • ваговитий στα ελληνικά - βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
Τυχαίες λέξεις
Вагатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάκρυ, σταματώ, ταλαντώνομαι, αβεβαιότητα, σκίζω, σχίζω, αμφιρρέπω, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε