Δάκρυ στα ουκρανικά
Μετάφραση: δάκρυ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкритикувати, зривати, вагатися, сльоза, розрив, рвати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάκρυ
δάκρυ που κυλά στο μαξιλάρι μου, δάκρυ στο γυαλί, δάκρυ του απάχη, δάκρυ του απάτσι, δάκρυ του πεύκου, δάκρυ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δάκρυ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γύψος στα ουκρανικά - плазма, гіпс, гипс
- δάγκωμα στα ουκρανικά - палити, роз'їдати, укус, отруєння, кусатися, вкусити, укусити, ...
- δάκτυλο στα ουκρανικά - палець, пальця
- δάνειο στα ουκρανικά - суглинковий, позику, Позика
Τυχαίες λέξεις
Δάκρυ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розкритикувати, зривати, вагатися, сльоза, розрив, рвати
Μεταφράσεις: розкритикувати, зривати, вагатися, сльоза, розрив, рвати