Αμφιρρέπω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гойдатись, коливатися, хитатися, вагатися, коливатиметься, коливатись, коливатимуться
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω
αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμφιρρέπω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμφιθέατρο στα ουκρανικά - амфітеатр
- αμφιλεγόμενος στα ουκρανικά - спірний, полемічний, заперечливий, логічний, дискусійний, спірне, суперечливий, ...
- αμφισβητήσιμος στα ουκρανικά - дискусійний, спірний, полемічний, сумнівний, сумнівне
- αμφισβητούμενος στα ουκρανικά - болотистий, спірний, спірне, суперечливий, суперечливе, спірну
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гойдатись, коливатися, хитатися, вагатися, коливатиметься, коливатись, коливатимуться
Μεταφράσεις: гойдатись, коливатися, хитатися, вагатися, коливатиметься, коливатись, коливатимуться