Σχίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відданим, розколювати, зрадженим, розколіться, розкритикувати, зривати, розрив, сльоза, вагатися, рвати
Σχίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχίζω

σκίζω φρήν, σκίζω ή σκίζω, σχίζω ετυμολογια, σχίζω φρήν, σχίζω φρενός, σχίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σχίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σχέση στα ουκρανικά - відношення, взаємовідносини, сполучник, народження, зв'язок, азимут, сполуку, ...
  • σχήμα στα ουκρανικά - болванка, форма, складатися, форму
  • σχεδία στα ουκρανικά - лотереї, пліт, плот
  • σχεδιάζω στα ουκρανικά - коси, дизайн
Τυχαίες λέξεις
Σχίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відданим, розколювати, зрадженим, розколіться, розкритикувати, зривати, розрив, сльоза, вагатися, рвати