Вакуумний στα ελληνικά
Μετάφραση: вакуумний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакансія στα ελληνικά - αποφυγή, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
- вакуум στα ελληνικά - κενό, ύφεση, κατάθλιψη, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
- вакцина στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
- вакцинація στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβόλιο, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
Τυχαίες λέξεις
Вакуумний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για
Μεταφράσεις: κενό, κενού, κενώ, υπό κενό, κενό για