Ванна στα ελληνικά
Μετάφραση: ванна, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα με
Μεταφράσεις
- вандал στα ελληνικά - βάνδαλος, βανδαλισμούς, στους βανδαλισμούς, σε βανδαλισμούς, βανδάλων
- вандалізм στα ελληνικά - βανδαλισμός, βανδαλισμού, βανδαλισμό, βανδαλισμούς, βανδαλισμοί
- вантаж στα ελληνικά - επιβίβαση, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
- вантаження στα ελληνικά - γέμισμα, ναυτιλία, χορταστικός, αποστολή, σφράγισμα, φόρτωση, φόρτωσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Ванна στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα με
Μεταφράσεις: μπανιέρα, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα με