Вдарити στα ελληνικά
Μετάφραση: вдарити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, σουξέ, βαρώ, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдалині στα ελληνικά - χαλάζι, καταιγισμός, πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
- вдало στα ελληνικά - ευτυχισμένα, επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή
- вдаряти στα ελληνικά - μπουφές, χτυπώ, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, ...
- вдатися στα ελληνικά - ηχώ, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
Τυχαίες λέξεις
Вдарити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, σουξέ, βαρώ, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Μεταφράσεις: χτυπώ, σουξέ, βαρώ, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε