Виконування στα ελληνικά
Μετάφραση: виконування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαλλαγή, αθώωση, λύτρωση, αντικαθιστώ, εξαγορά, εκπλήρωση, την εκπλήρωση, πληρούν, εκπλήρωση των, που πληρούν
![Виконування στα ελληνικά Виконування στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-2023.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виконком στα ελληνικά - εκτελεστική, Εκτελεστικής, Εκτελεστικός, Executive, Εκτελεστικό
- виконроб στα ελληνικά - εργοδηγός, επιστάτης, Foreman, επιστάτη, εργοδηγό
- виконувати στα ελληνικά - εκτελώ, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, παραβρίσκομαι, παρακολουθώ, εκτελέσει, εκτελούν, ...
- викопайте στα ελληνικά - σκάβω, Dig, Σκάψτε, Ανασκαφές, σκάβουν
Τυχαίες λέξεις
Виконування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαλλαγή, αθώωση, λύτρωση, αντικαθιστώ, εξαγορά, εκπλήρωση, την εκπλήρωση, πληρούν, εκπλήρωση των, που πληρούν
Μεταφράσεις: απαλλαγή, αθώωση, λύτρωση, αντικαθιστώ, εξαγορά, εκπλήρωση, την εκπλήρωση, πληρούν, εκπλήρωση των, που πληρούν