Вимови στα ελληνικά
Μετάφραση: вимови, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόδειξη, πειστήριο, προφορά, την προφορά, προφοράς, εκφώνηση, Η προφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вимкнути στα ελληνικά - μακριά, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίηση, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιείτε
- вимова στα ελληνικά - τόνος, προφορά, την προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς
- вимовляти στα ελληνικά - εκστομίζω, απόλυτος, ξεστομίζω, καθαρός, μιλώ, μιλούν, μιλήσει, ...
- вимовлятися στα ελληνικά - απόλυτος, ξεστομίζω, εκστομίζω, καθαρός, προφέρεται, έντονη, έντονες, ...
Τυχαίες λέξεις
Вимови στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόδειξη, πειστήριο, προφορά, την προφορά, προφοράς, εκφώνηση, Η προφορά
Μεταφράσεις: απόδειξη, πειστήριο, προφορά, την προφορά, προφοράς, εκφώνηση, Η προφορά