Πειστήριο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимови, виставка, виставку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειστήριο
πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πειστήριο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πεισματικά στα ουκρανικά - вперто, завзято, уперто, наполегливо, упорні
- πεισμωμένος στα ουκρανικά - заповзятий, упертий, затятий, наполегливий, peismomenos
- πειστικός στα ουκρανικά - прикінцевий, переконливий, переконливу, переконлива
- πελάτης στα ουκρανικά - покупець, відвідувач, клієнт, замовник, клиент
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вимови, виставка, виставку
Μεταφράσεις: вимови, виставка, виставку