Вимірювання στα ελληνικά
Μετάφραση: вимірювання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνευματικός, ψυχικός, κρέας, σάρκα, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Μεταφράσεις
- вимірність στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
- вимірюванню στα ελληνικά - μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
- вимірювати στα ελληνικά - υπολογίζω, καντράν, μετρητής, εκτιμώ, μετρητή, περιτύπωμα, gauge, ...
- виміряний στα ελληνικά - μέτρηση, καταμέτρηση, μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
Τυχαίες λέξεις
Вимірювання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνευματικός, ψυχικός, κρέας, σάρκα, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Μεταφράσεις: πνευματικός, ψυχικός, κρέας, σάρκα, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση