Випрямляти στα ελληνικά

Μετάφραση: випрямляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνεύω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Випрямляти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • випрямити στα ελληνικά - ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
  • випрямляння στα ελληνικά - ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
  • випряміться στα ελληνικά - vypryamitsya
  • випуклий στα ελληνικά - αυταρχικός, κυρτός, κυρτή, κυρτό, κυρτού, κυρτά
Τυχαίες λέξεις
Випрямляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε