Власник στα ελληνικά
Μετάφραση: власник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Μεταφράσεις
- владу στα ελληνικά - διεύθυνση, αρπάζω, κυριαρχία, μπράτσο, χέρι, κλώσημα, πιάνω, ...
- власний στα ελληνικά - κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
- власниця στα ελληνικά - ιδιοκτήτις, ιδιοκτήτρια, proprietress, ιδιοκτήτριας
- власність στα ελληνικά - ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Τυχαίες λέξεις
Власник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Μεταφράσεις: κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο