Вмовляти στα ελληνικά

Μετάφραση: вмовляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, ξύλο, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν
Вмовляти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вмовкнути στα ελληνικά - πειθαναγκάζω, vmovknuty
  • вмовляння στα ελληνικά - πειστικότητα, πειθούς, πειθώ, την πειθώ, της πειθούς
  • вмочати στα ελληνικά - βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
  • вмілий στα ελληνικά - ικανός, επιδέξιος, πιο ικανός, επιδέξια, επιδέξιο
Τυχαίες λέξεις
Вмовляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, ξύλο, πείσει, να πείσει, πείσουν, πείσουμε, πεισθούν