Ξύλο στα ουκρανικά
Μετάφραση: ξύλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
домагатись, свататися, вмовляти, доглядати, дерево
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξύλο
ξύλο στη βουλή, ξύλο τικ, ξύλο καρυδιάς, ξύλο mdf, ξύλο γόφερ, ξύλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ξύλο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ξύδι στα ουκρανικά - виноградар, оцет
- ξύλινος στα ουκρανικά - дроворуби, дерев'яний, дерев'яна, деревяний, дерев'яну, дерев'яні
- ξύνω στα ουκρανικά - скрипіти, ритись, розчісування, гострити, позначка, розчісувати, загострювати, ...
- ξύπνημα στα ουκρανικά - розбудження, пробудження, просинання, Пробуждение
Τυχαίες λέξεις
Ξύλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: домагатись, свататися, вмовляти, доглядати, дерево
Μεταφράσεις: домагатись, свататися, вмовляти, доглядати, дерево