Втрутитися στα ελληνικά

Μετάφραση: втрутитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Втрутитися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • втриматися στα ελληνικά - διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
  • втримувати στα ελληνικά - διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
  • втручання στα ελληνικά - συνέντευξη, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
  • втручатися στα ελληνικά - λαθροκυνηγός, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Τυχαίες λέξεις
Втрутитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν