Διαπλοκή στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втрутитися, переплетення, переплетіння, сплетіння
Διαπλοκή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπλοκή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα ουκρανικά - пересвідчіться, розбити, пересвідчитися, установлювати, закласти, з'ясувати, влаштовувати, ...
  • διαπληκτίζομαι στα ουκρανικά - аргументувати, привиди, аргументуйте, карантини, переконувати, сперечатися, сперечатись, ...
  • διαπράττω στα ουκρανικά - скоювати, робити, вчинити, доручати, чинити, зраджувати, чиніть, ...
  • διαπρέπω στα ουκρανικά - видаватись, перевершувати, видаватися, виділятись, переважте, видатний, визначний, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: втрутитися, переплетення, переплетіння, сплетіння